-
1 καθ-υλακτέω
καθ-υλακτέω, anbellen; καϑυλάκτει πολλάκις μεταστρεφόμενος εἰς τὸν Πύῤῥον Plut. sol. anim. 13; τινός, Sp.; auch übertr.
См. также в других словарях:
καθυλακτώ — καθυλακτῶ, έω (AM) 1. υλακτώ εναντίον κάποιου, γαυγίζω σε κάποιον («καθυλάκτει πολλάκις μεταστρεφόμενος εἰς τὸν Πύρρον», Πλούτ.) 2. μτφ. φωνάζω διαμαρτυρόμενος ή κατηγορώντας χωρίς αιτία, αβάσιμα («ἔασον αὐτὸν ἄπρακτά σου καθυλακτεῑν», Βασ.).… … Dictionary of Greek